σιβυλλικός

σιβυλλικός
η , ό[ν] загадочный, таинственный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιβυλλικός" в других словарях:

  • σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… …   Dictionary of Greek

  • σιβυλλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη Σίβυλλα: Οι σιβυλλικοί χρησμοί ήταν ακατανόητοι. 2. μτφ., προφητικός, μυστηριώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιβυλλιακός — ή, όν, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός …   Dictionary of Greek

  • σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… …   Dictionary of Greek

  • καβαλιστικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον καβαλισμό ή τους καβαλιστές: Καβαλιστικά γράμματα. 2. μτφ., μυστηριώδης, ακατανόητος, σιβυλλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»